δορυφορικός

δορυφορικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φυσικούς και τεχνητούς δορυφόρους: Δορυφορικό κανάλι. – Δορυφορική μετάδοση. – Δορυφορική κεραία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δορυφορικός — ή, ό (Α δορυφορικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους δορυφόρους νεοελλ. αυτός που έχει χαρακτήρα δορυφόρου, δουλοπρεπής …   Dictionary of Greek

  • δορυφορικά — δορυφορικός of neut nom/voc/acc pl δορυφορικά̱ , δορυφορικός of fem nom/voc/acc dual δορυφορικά̱ , δορυφορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφορικόν — δορυφορικός of masc acc sg δορυφορικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφορικαί — δορυφορικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφορικοῦ — δορυφορικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφορικήν — δορυφορικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφορικῷ — δορυφορικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”