δορυφορικός — ή, ό (Α δορυφορικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους δορυφόρους νεοελλ. αυτός που έχει χαρακτήρα δορυφόρου, δουλοπρεπής … Dictionary of Greek
δορυφορικά — δορυφορικός of neut nom/voc/acc pl δορυφορικά̱ , δορυφορικός of fem nom/voc/acc dual δορυφορικά̱ , δορυφορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφορικόν — δορυφορικός of masc acc sg δορυφορικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφορικαί — δορυφορικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφορικοῦ — δορυφορικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφορικήν — δορυφορικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφορικῷ — δορυφορικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)